- ἀποθωυμάζω
- ἀποθωυμάζω or [suff] ἀπο-θωμάζω, [dialect] Ion. for ἀποθαυμάζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποθαυμάζω — (AM ἀποθαυμάζω κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω) κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, αναπολώ με θαυμασμό, εκπλήσσομαι … Dictionary of Greek